υπερτίμημα

υπερτίμημα
το наценка, надбавка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερτίμημα" в других словарях:

  • υπερτίμημα — το, ατος 1. χρηματικό ποσό που προκύπτει από την υπερτίμηση. 2. αύξηση της αξίας ή της προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου: Αυτόματο υπερτίμημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερτίμημα — το, Ν [υπερτιμώ] 1. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου 2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση τής περιουσίας του 3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμηση — η, Ν 1. υπερεκτίμηση, υπέρμετρη εκτίμηση 2. η αύξηση τής τιμής τών εμπορεύσιμων αγαθών, ανατίμηση 3. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου περιουσιακού στοιχείου, υπερτίμημα 4. φρ. «αυτόματη υπερτίμηση» (οικον.) κάθε ανοδική κίνηση τού επιπέδου τιμών …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμηση — η 1. υπερβολική εκτίμηση, υπερεκτίμηση, ανατίμηση, ύψωση της τιμής των εμπορευμάτων: Δυο φορές έγινε φέτος υπερτίμηση των παπουτσιών. 2. υπερτίμημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»